Πετρωνάς

Πετρωνάς
Βυζαντινός στρατηγός που έδρασε στα μέσα του 9ου αι., αδελφός της Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου (825-842) και του καίσαρα Βάρδα. Διακρίνεται στους πολέμους που διεξάγονται επί Μιχαήλ Γ΄ εναντίον των Αράβων της Ασίας και ιδιαίτερα το 856 –όταν φτάνει έως τον Ευφράτη και προξενεί καταστροφές στις περιοχές της Άμιδας και των Σαμοσάτων– και το 863, όταν νικά μεγάλη νίκη, δυτικά του Άλυος, εναντίον του εμίρη της Μελιτηνής Ομάρ, ο οποίος πέφτει στο πεδίο της μάχης. Η τελευταία αυτή επιτυχία του Π. αποτελεί σταθμό για τις βυζαντινοαραβικές συγκρούσεις στο ανατολικό μέτωπο, γιατί δεν ανακόπτει μόνο την ορμή των Αράβων, αλλά εγκαινιάζει, ύστερα από σκληρό αμυντικό πόλεμο, την επιθετική δράση των Βυζαντινών εναντίον των Αράβων στην Ανατολή που κορυφώνεται έναν αιώνα αργότερα. Φανατικός ορθόδοξος, όπως και ο αδελφός του Βάρδας, ο Π. ήταν ένας από τα πρόσωπα που ιδιαίτερα ενίσχυσαν τη Θεοδώρα στην αναστήλωση των εικόνων. Με το όνομα Π. υπάρχουν δύο ακόμα στρατηγοί. Ένας που έζησε επί Λέοντα ΣΤ’ (886-912) και ο Π. ο Καματηρός, στρατηγός του αυτοκράτορα Θεόφιλου, που δεν πρέπει να συγχέεται με τον Π., αδελφό της Θεοδώρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πετρωνᾶς — masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πετρωνᾶ — Πετρωνᾶς masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πετρωνᾷ — Πετρωνᾶς masc dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πετρωνᾶν — Πετρωνᾶ̱ν , Πετρωνᾶς masc gen pl (doric aeolic) Πετρωνᾶς masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Petronas Mamikonian — (né vers 815, mort le 11 novembre 865) (grec : Πετρωνᾶς) est un général byzantin, frère de Théodora et de Bardas Mamikonian, oncle du basileus Michel III. Il obtient à Poson, sur le fleuve Halys, à la frontière des thèmes de Paphlagonie et… …   Wikipédia en Français

  • Ινάχου, δήμος — Νέος δήμος (6.169 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγριδίου, Αλευράδας, Αμοργιανών, Βρουβιανών, Γιαννοπούλων, Εμπεσού, Μαλεσιάδας, Μπαμπαλιού, Πατιοπούλου,… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”